- μεταθέτω
- (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω)μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζωνεοελλ.φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» — επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπονεοελλ.-μσν.μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην Καλαμάτα»)μσν.1. μεταβιβάζω περιουσιακό στοιχείο, παραχωρώ κάτι2. αναστατώνω, κάνω άνω κάτω3. μέσ. μεταθέτομαι, μετατίθεμαιαλλάζω διάθεση απέναντι σε κάποιον4. παθ. μεταβαίνω στους ουρανούς5. φρ. α) «μεταθέτω νοῡν» — χάνω τα λογικά μουβ) «συμβουλήν μετατίθημι» — συσκέπτομαιμσν.-αρχ.μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐπὶ γαρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς», Ηρόδ.)αρχ.1. τοποθετώ κάτι στο μέσο, βάζω κάτι ανάμεσα2. τοποθετώ κάτι με διαφορετικό τρόπο3. παρασύρω προς το μέρος κάποιου, προσελκύω («ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῡ καλέσαντος ὑμᾱς ἐν χάριτι Χριστοῡ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον», ΚΔ)4. αντικαθιστώ κάτι («προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῑς μεταθέντα τοῑς πεπραγμένοις», Δημοσθ.)5. επανορθώνω, διορθώνω («πρὸ τὸ βέλτιον μετατίθησι τοὺς ἅμαρτάνοντας», Πολ.)6. διαφθείρω («ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου, ὡς μετέθηκεν αὐτὸν... ἡ γυνὴ αὐτοῡ», ΠΔ)7. μέσ. μετατίθεμαια) μεταβάλλω κάτι δικό μου ή αλλάζω κάτι υπέρ τού εαυτού μου (α. «ἐξέσται ἡμῑν καὶ μεταθέσθαι ἢν μή τι ἀρέσκη», Θουκ.β. «μετατίθεσθαι τούνομα», Αριστοτ.)γ) μεταβάλλω γνώμη, ανακαλώ, αναιρώ («ἐάν μετατιθῇ, φανερῶς μετατίθεσο καὶ ἡμᾱς μὴ ἐξαπάτα», Πλάτ.)δ) εγκαταλείπω μια πολιτική μερίδα και προσχωρώ σε άλλη8. (το αρσ. μτχ. μέσ. αόρ. β') μεταθέμενοςεπίθετο τού φιλοσόφου Διονυσίου τού Ηρακλεώτου, ο οποίος αποχώρησε από τη σχολή τών Στωικών και προσχώρησε στη σχολή τών Κυρηναϊκών9. φρ. α) «μετατίθημι τὸ συμπέρασμα»(λογ.) εξάγω το αντίθετο συμπέρασμαβ) «τήν γνώμην μετατίθεμαι» — αλλάζω γνώμηγ) «μετατίθεμαι τὸν φόβον» — απαλλάσσομαι από τον φόβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + θέτω*].
Dictionary of Greek. 2013.